28 Αυγ 2007

Σύνταγμα Κρότου-Λάμψης

Έτυχε να είναι οι φύλακες του πολιτεύματος.
Έτσι νόμιζαν τέλος πάντων.
Από τις 7 διμοιρίες, ήταν οι εκλεκτοί, μια αράδα μεστωμένα σερνικά, η τυχερή διμοιρία που ανέλαβε να φυλάξει το μνημείο του αγνώστου στρατιώτη από την πυρακτωμένη σιωπή του διαμαρτυρόμενου πλήθους.
Τους το είχαν πει ξεκάθαρα: Κανένα κάρβουνο να μη μαγαρίσει το μνημείο, λες και το σκαλισμένο μάρμαρο είναι ιδιοκτησία του εντολέα τους, λες και ο άγνωστος στρατιώτης είναι μαζί τους, κι όχι με τη μεριά του άγνωστου εθελοντή δασοπυροσβέστη.

Όταν παρατάχθηκαν μπροστά στους ευζώνους, ήταν κορδωμένοι. Κοίταζαν το πλήθος που τους κοίταζε με υπεροψία. Τα έχασαν «ρε συ, αυτοί είναι περισσότεροι!». Και καθώς η δειλία τρύπαγε τα κόκαλά τους, το τομάρι τους άδειαζε κι έγερνε, σαν να τους βάραιναν τα δακρυγόνα και τα γκλομπς που κρέμονταν στη ζώνη τους. Κάποιοι ήταν με τη μεριά των άλλων. Μα δε μιλούσαν, γιατί στον Έβρο κάνει κρύο το χειμώνα.

Τους έλειπε το αιρκουντίσιον της κλούβας τους και η ασφάλεια από τα θωρακισμένα παράθυρα.
Έτρεμαν μην τους στείλουν κανέναν κουκουλοφόρο... Και απορούσαν πως δεν φρόντισε κανείς να βάλει εκεί, ανάμεσα στα φυλάκια, μια τόση δα ζαρντινιέρα.
Ο ήλιος έκαιγε. Οι εύζωνοι τους έβλεπαν χωρίς να τους κοιτάνε. Μαρμαρωμένοι, κούναγαν τα δάκτυλα των ποδιών τους μέσα στα τσαρούχια και αισθάνονταν τόσο τυχεροί που έχουν συνηθίσει να στέκονται στη ζέστη. Ενώ οι άλλοι...

Ο κόσμος πύκνωνε. Για φαντάσου: Όλοι αυτοί οι «αναρχικοί» με τα μαύρα τους κοίταζαν με καχυποψία και αμφισβητούσαν με το βλέμμα τους τον λόγο της παρουσίας τους εκεί.
Η πλατεία γέμισε.

Κι έπειτα, κατά τις 9 οι ένστολοι τεθωρακισμένοι κουράστηκαν από την εκτέλεση του βαρέως καθήκοντός της ορθοστασίας με την ασπίδα παρά πόδας και αποφάσισαν να πάνε σπίτια τους να αγκαλιάσουν τη μαμά τους, να φάνε το παστίτσιο που τους ζέστανε με περισσή στοργή και να δούνε άλλο ένα επεισόδιο από το Dirty Harry. Έτσι προβλεπόταν.

Είπε, λοιπόν, ένα παιδοβούβαλο «Κυρ’ προϊστάμενε, τι θα γίνει; Έχουμε και σπίτι.» Αμέσως πετάχτηκε ο διπλανός του, ο σπίνος με το ένα φρύδι, φόβος και τρόμος του γυμνασίου που τελείωσε «Θα κρυώσει το παστίτσιο! Τσάμπα καθόμαστε! Ούτε έναν δεν συλλήψαμε απόψε!». Ο δοίκας προβληματίστηκε. Το κράνος του είχε μαγκώσει τις τρίχες που περίσσευαν από τ’ αυτιά του. Ήταν άπλυτος τρεις μέρες, από τότε που γύρισε από τις διακοπές του. Κι ήταν ωραία στη Λούτσα...
Μίλησε για λίγο στο vhf και μετά ψιθύρισε στον σπίνο. «Άντε! Διαλύστε το!». Ο σπίνος γούρλωσε τα μάτια του μπροστά στη σπάνια ευκαιρία. «Αλήθεια; Να τους σαπίσουμε;». «Όχι, ρε! Θα μας λιντσάρουν! Είναι οργισμένοι και το δίκιο τούς δίνει δύναμη! Πάμε να φύγουμε..»

Ο σπίνος έσμιξε το φρύδι του σαν πιτσιρίκι που δεν του έκαναν το χατίρι. Ένας μαυροντυμένος τον κοίταζε περίεργα. Μόνο ένας; Όλοι! Ήταν όλοι εναντίον του! Ήταν φανερό! Κι αυτό –«σκέφτηκε»- ήταν κάτι που του ερέθιζε τον ορθωμένο εγωισμό του! Πέταξε μια Κρότου-Λάμψης.
Όλοι τον κοίταξαν με απορία.
Οι εύζωνοι τον κοίταξαν με το ασπράδι του ματιού τους, ενώ η παρεγκεφαλίδα τους ανηρρίγησε, αναζητώντας τυχόν μυρωδιά δακρυγόνου. Οι «μαυροντυμένοι» τον κοίταξαν με ακόμα περισσότερη απαξίωση, σαν να είχε κλάσει στο ασανσέρ.
Οι συνάδελφοί του μουρμούρισαν «Τι μαλάκας», μέσα στα κράνη τους και έπιασαν βαριεστημένα τα γκλομπ και τις ασπίδες. «Τι άκυρος μαλάκας! Σε λίγα λεπτά θα ήμασταν στο σπίτι! Ενώ τώρα, μας κερνάνε μπύρες, ανοιχτές και κλειστές, από αέρος! Ρόιδο τα ΄κανες καραγκιόζη! Άκου τώρα τα σχολιανά σου».
Ο μόνος που γοητεύτηκε από αυτή την ιστορία, ήταν το παιδοβούβαλο. Ζήλεψε που δεν ήταν ο πρώτος, ο γενναιότερος των γενναίων. Ο εκλεκτός μαχητής που θα του χάιδευε το κεφάλι ο Βύρωνας. Και για να βγει καλύτερος, λαμπρότερος των ηλιθίων, πέταξε δυο Κρότου-Λάμψης, μια στην άδεια μεριά της πλατείας και μια κοντά στα πόδια της όμορφης ξανθούλας με το μαύρο φόρεμα που τον κοίταζε με λύσσα!
Πόσο τον άναβε αυτή η φωτιά στα μάτια της. Σχεδόν όσο και η φωτιά στη Ζαχάρω.
Και το μεγάλο πάρτι σχόλασε.
Άντε, καληνύχτα! Έχουμε και μια δημοκρατία να φυλάξουμε.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ξέρεις ποιό είναι το πρόβλημά μου με όλο αυτό? Είναι εύκολο να φορέσεις μια μαύρη μπλούζα και να περπατήσεις μέχρι το Σύνταγμα (κάνει καλό στην υγεία, είναι και της μόδας!), αλλά όταν έρθει η στιγμή της ψήφου πολύ φοβάμαι ότι πολλοί από αυτούς θα ακούσουν για μια ακόμη φορά την επιταγή της οικογενειακής παράδοσης ή της υποχρέωσης που έχει ο μπαμπάς σε κάποιον πολιτικό.
Ακόμη χειρότερο είναι να ψηφίσουν από άγνοια, της ιστορίας, του εαυτού τους και όχι μόνο......αυτό εξάλλου κατατρέχει και τη χώρα μας. Η άγνοια!
Αυτό λοιπόν με τρομάζει περισσότερο, γιατί δεν είμαι σίγουρη πια με ποιόν έχω να κάνω, ενώ με τον μπατσούλη ξέρεις ακριβώς με ποιόν έχεις να κάνεις και τι να περιμένεις από αυτόν.
Μια ταπεινή άποψη....