27 Αυγ 2007

Μια Ελιά

Ήμουν-δεν ήμουν πέντε χρονών πιτσιρίκι, όταν με πήγαν πρώτη φορά στα Στύρα για να περάσω το καλοκαίρι μου δίπλα στη θάλασσα.

Μου πήρε –νομίζω- δυο χρόνια για να ξεκολλήσω από τα φουστάνια της μάνας μου και να επεκτείνω την «επικράτειά μου» πέρα από το χωματόδρομο, «κατακτώντας» το παρακείμενο ύψωμα με τις ελιές.
Πόσο παιχνίδι αντέχει ένα παιδί;

Είχα γνωρίσει και άλλα πιτσιρίκια. Τσογλανάκια που έτρεχαν φωνάζοντας και «καλά» παιδιά που πέταγαν -στα κρυφά- κλούβια αυγά στα αυτοκίνητα που τύχαινε να περάσουν μπροστά από το «φρούριο» μας.
Έτσι περίπου σχηματίστηκε η παρέα μου: Ένα γιαούρτι, ένα φυσοκάλαμο, μια σφεντόνα, ένα ψόφιο βατράχι, μια γρατσουνιά στο γόνατο...

Μερικά χρόνια αργότερα, κάποιοι ψήλωσαν τόσο, ώστε να φτάνουν τα χαμηλότερα κλαριά της μεγάλης ελιάς που δέσποζε στο λόφο. Και τη διαλέξαμε για αρχηγείο, τιμώντας τη με τη συντροφιά μας. Εκείνη δεν έδειχνε να δυσανασχετεί. Κι ας της τσακίζαμε τα κλαδιά, κι ας της δέναμε σκοινιά, κι ας την πόναγαν οι κλεμμένες πρόκες που καρφώναμε για να στηρίξουμε τις σανίδες που καθόμασταν. Με τη γεροντική υπομονή που χαρακτηρίζει όλα τα ηλικιωμένα όντα, έμοιαζε να μας καταλαβαίνει. Κάθε φορά που προσπαθούσα να σκαρφαλώσω στις μασχάλες της, έγερνε λίγο τα κλαδιά της για να φτάσω. Μα ήμουν μικρός για να κατανοήσω το αφύσικο της συμμετοχής της.

Ακόμα και μετά από 20 χρόνια, όταν τα καλοκαίρια μου περιορίστηκαν στις 22 μέρες, πήγαινα περίπατους στο λόφο. Και φρόντιζα να αλλάξω την πορεία μου έτσι, για να βρεθώ στην ξερολιθιά-προμαχώνα των παιδικών μου χρόνων, ώστε να χαιρετίσω την κυρα-Ελιά...
Κι εκείνη με καλούσε κοντά της, κερνώντας με λίγη σκιά. Και μου ψιθύριζε με τα φύλλα της τις περιπέτειές μου. Μου μιλούσε για κείνη τη φορά που είχα γυρίσει το πόδι μου και σκαρφάλωνα στο λόφο ξυπόλυτος. Μου θύμιζε την κρυφή καψούρα μου –στα 14- για την Άννα που αδιαφορούσε. Κι όταν κόντευα ν’ αποκοιμηθώ, με ξύπναγε ριγώντας τις παχιές φυλλωσιές της, Ψιθυρίζοντας στην ψυχή μου γλυκόλογα, κανακεύοντάς με σαν εγγόνι, δισέγγονο, καρπό της.

Χτες, η κυρα-Ελιά με άφησε. Το γερασμένο της κορμί –που δε χωρούσε σε δυο-τρεις ενήλικες αγκαλιές- παραδόθηκε στη φωτιά. Κανείς δεν ήταν εκεί για να την παρηγορήσει στην τελευταία της ώρα. Ούτε εγώ, ούτε κανείς άλλος (30άρης πια) από την παλιά τσογλαναρία...
Αναλογίζομαι λοιπόν πώς χάθηκε εκείνο το μνημείο των παιδικών μου χρόνων;
Τι θά’ χουν για ορόσημο ο Δημήτρης, η Κατερίνα, ο Γκασμάς, οι Άννες, η Δήμητρα, ο Κώστας, η Άννα, ο Μήτσος, ο Θοδωρής, ο Μπάμπης...;

Με πόνεσε αυτή η δεύτερη ενηλικίωση. Και πάλι έχω αμφιβολίες.
Πάντως, Κυρά –Ελιά, σ’ευχαριστώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: